Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(χρήματα ἐμπόρων

  • 1 χρημα

         χρῆμα
        - ατος τό [χράομαι I]
        1) вещь, предмет или дело (в переводе часто опускается или заменяется местоимением указательным или неопределенным, конкретным существительным и т.п.)
        

    σπουδαῖον χ. HH. — серьезное дело, важный вопрос;

        εἴ τοι χ. ἄλλο γένοιτο Hes.если с тобой что-л. случится, πρῶτον χρημάτων πάντων Her. прежде всех (других) дел, прежде всего;
        κινεῖν πᾶν χ. Her. — пустить в ход все;
        δεινὸν χ. ποιεῖσθαί τι Her. — считать нечто ужасным;
        κοῖόν τι χ. ἐποίησας ; Her. — что ты наделал?;
        ἐς ἀφανὲς χ. ἀποστέλλειν τινά Her.посылать кого-л. без определенной цели;
        τί χ. ; Trag., Plat. — что такое?, что именно?;
        ὑὸς χ. μέγιστον Her. — громаднейший кабан;
        ἦν τοῦ χειμῶνος χ. ἀφόρητον Her. — буря была невыносимая;
        τὸ χ. τῶν νυκτῶν ὅσον ἀπέραντον! Arph. — что за нескончаемые ночи!;
        χ. θηλειῶν Eur. — женский пол, женщины;
        σοφόν τοι χρῆμ΄ ὥνθρωπος! Theocr. — ну и умное же создание - человек!;
        χ. θαυμαστὸν γυναικός Plut. — удивительная женщина;
        σμικρὸν τὸ χ. τοῦ βίου Eur.жизнь - штука (вещь) короткая

        2) в знач. множество, масса
        

    χ. πολλὸν νεῶν Her. — множество кораблей;

        ὅσον τὸ χ. ἦλθε! Arph. — что за огромная толпа прибыла!;
        σφενδονητῶν πάμπολύ τι χ. Xen.несметное множество пращников

        3) pl. материальные блага, имущество, добро
        

    (χρήματα πατρώϊα Hom. и πατρῷα Aesch.; σκεύη καὴ χρήματα Thuc.; τρόβατα καὴ ἄλλα χρήματα Xen.; χρήματα καὴ κτήματα Isocr.)

        οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες NT. — имущие, богачи;
        χρημάτων πένης Eur. — неимущий, бедный;
        χρημάτων κρείσσων или ἄδωρος Thuc. — бескорыстный, неподкупный

        4) преимущ. pl. деньги, средства
        

    εἴρετο ἐπὴ κόσῳ ἂν χρήματι …οἱ δὲ ἐπ΄ οὐδενὴ ἔφασαν Her. — он спросил, за сколько денег …;

        — они же ответили, что ни за какие деньги;
        ζημιοῦσθαι χρήμασι Plat. — подвергаться денежному штрафу;
        μήτε χρημάτων φειδόμενος μήτε πόνων Plat. — не щадя ни средств, ни трудов

        5) pl. товар(ы)
        

    (χρήματα ἐμπόρων Thuc.; τὰ χρήματα εἰς τὰ πλοῖα ἐνθέσθαι Xen.)

        6) pl. долги
        7) pl. подати, налоги

    Древнегреческо-русский словарь > χρημα

См. также в других словарях:

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • ταμείο — Στην οικονομία είναι το σύνολο των διαθέσιμων ρευστών, κυρίως σε μια επιχείρηση. Η συνήθεια να διατηρούνται μεταλλικά νομίσματα ή χαρτονομίσματα στο τ. ή καλύτερα σε ένα χρηματοκιβώτιο είχε σιγά σιγά ως συνέπεια να χαρακτηρίζεται ως τ. η έννοια… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ …   Dictionary of Greek

  • Πορτογαλία — Κράτος της Νοτιοδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με την Ισπανία, ενώ στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεναό.H πορτογαλική Δημοκρατία αποτελείται από την κυρίως Πορτογαλία, το αρχιπέλαγος των Aζορών και το νησί Mαδέρα, που έχουν συνολική έκταση… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • αγροτικά κινήματα και εξεγέρσεις — Γενικά με τον όρο αυτό νοούνται οι μαζικοί και βίαιοι αγώνες που διεξάγει η αγροτική τάξη για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της. Οι αγώνες αυτοί έχουν χαρακτήρα άλλοτε αιφνίδιο, αυθόρμητο και ανοργάνωτο (εξεγέρσεις) και άλλοτε καλύτερα… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»